- εκλαμπρότητα
- η (Μ ἐκλαμπρότης)1. η ιδιότητα τού έκλαμπρου2. τιμητική προσφώνηση («η Εκλαμπρότης Σας», «η Υμετέρα Εκλαμπρότης»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκλαμπρότητα — η 1. λαμπρότητα, εξοχότητα. 2. φρ., «η εκλαμπρότητά σας» (τιμητική προσφώνηση επίσημων προσώπων) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαμπρότητα — η (AM λαμπρότης, ητος) [λαμπρός] 1. η ιδιότητα τού λαμπρού, λάμψη, φωτεινότητα, αίγλη (α. «η λαμπρότητα τού χρυσού» β. «η λαμπρότητα τού ήλιου» γ. «δῆλος γὰρ ἧν τῶν τε ὅπλων τῇ λαμπρότητι», Αρρ.) 2. μτφ. εξοχότητα, υπεροχή, μεγαλείο νεοελλ. φρ.… … Dictionary of Greek